- πλαγιόστομοι
- οι, Νζωολ. άλλες ονομασίες για τους βελάχιους χονδροϊχθύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagiostomi < πλάγιος + στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
σελάχιος — α, ο / σελάχιος, ία, ον, ΝΑ [σέλαχος (ΙΙ)] νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελάχιοι ζωολ. υφομοταξία ή ομοταξία χονδροϊχθύων που, σε αντιδιαστολή με τους ολοκέφαλους, φέρουν 5 7 ζεύγη ορατών εξωτερικά βραγχιακών σχισμών διατεταγμένων… … Dictionary of Greek
σελάχιο — Ομοταξία χόνδρινων ιχθύων, σαφώς διαφορετικών από τους οστέινους, οι οποίοι λέγονται τελεόστεοι ή οστεϊχθύες. Παλιότερα τα σ. θεωρούνταν υφομοταξία των ψαριών, που σήμερα αποτελούν μια υπερομοταξία. Τα σ., που λέγονται και πλαγιόστομοι, έχουν… … Dictionary of Greek